Το βιβλίο του ΟΥΓΚΟ ΤΣΑΒΕΣ «Ιστορίες του Arañero» θα κυκλοφορήσει στις αρχές του Μάρτη από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής.
Γνωρίζετε πως εγώ μικρός πουλούσα arañas (γλυκά σε σχήμα αράχνης). Έτσι, από μικρή ηλικία, απέκτησα λίγο πολύ την αίσθηση του τι είναι η παραγωγική οικονομία και πώς πουλιέται κάτι, πώς λανσάρεται σε μια αγορά. Η γιαγιά μου έφτιαχνε arañas και εγώ στις αρχές που έβγαινα να τις πουλήσω ήμουν σαν αλαφιασμένος. Πού να πάω να πουλήσω; Να πάω στο νεκροταφείο; Θα ήμουν τρελός. Εκεί το πολύ-πολύ να έβρισκα καμιά κυρία που να φροντίζει κάποιον τάφο. Στην καλύτερη περίπτωση βέβαια, μπορεί να είχε κηδεία και τότε θα ήμουν τυχερός, έτσι δεν είναι; Όχι, όχι, προς τα πού να πάω; Να πάω στην πλατεία που μαζεύονται οι μεγάλοι και παίζουν βώλους; Κάθε απόγευμα κατά τις πέντε μαζεύονταν εκεί όλοι οι άντρες του χωριού. Κάποιες φορές που πήγα με είδε ο πατέρας μου και με μάλωσε: “Τι κάνεις εσύ εδώ;” “Πουλάω arañas, μπαμπά”. Ο μπαμπάς μου έπαιζε βώλους και, όντας αριστερόχειρας, έριχνε καλά.
Στο παιχνίδι των βώλων πουλούσα τα μισά γλυκά και μετά πήγαινα καρφί στον κινηματογράφο. Μετά πήγαινα στην πλατεία Μπολίβαρ όπου μαζευόταν κόσμος, ακόμα και στην εκκλησία όταν τελείωνε η λειτουργία ήμουν στην έξοδο με τον ταβά μου. “Ζεστές arañas”, διαλαλούσα, και πρόσθετα και στιχάκια: “Ζεστές arañas για τις γριές που δεν έχουν δόντια”, “Νόστιμες arañas για τις ομορφονιές”, κάτι τέτοια, “Arañas ζεστές, arañas γλυκές”, ό,τι μου ερχόταν, αυτοσχεδίαζα, έχω σχεδόν ξεχάσει πια τα στιχάκια. Στα κορίτσια τραγουδούσα κιόλας. Ας πούμε, αν πέρναγε η Ερνεστίνα Σανέτι, αχ, της τραγουδούσα. Η Ερνεστίνα Σανέτι κι η Τέλμα Γκονζάλες, ήταν από τις πιο όμορφες του χωριού. Τέλος πάντων πουλούσα τις arañas μου στην αγορά και όπου αλλού μαζευόταν ο κόσμος.
Πώς να ξεχάσω εκείνες τις γιορτές της Σαμπανέτα! Εγώ ήμουν παπαδάκι, χτυπούσα τις καμπάνες και τις μέρες των γιορτών έπρεπε να τις χτυπάω δυνατά. Η γιαγιά μού έλεγε: “Ουγκίτο, πρέπει να βρεις κι άλλη παπάγια!”. Διότι ενώ τις καθημερινές δεν πουλούσα πάνω από είκοσι κομμάτια arañas, συνολικά δηλαδή έβγαζα περίπου δύο μπολίβαρ έως ένα ρεάλι, στις γιορτές πουλιούνταν καθημερινά μέχρι και εκατό arañas. Η γιαγιά μου τις μέρες εκείνες σηκωνόταν πολύ νωρίς κι εγώ τη βοηθούσα. Έτρωγα τις γωνίτσες από τις arañas κι έκανα και δώρο μία στην Ίλντα, ένα κοριτσάκι που μου άρεσε πολύ. Κάθε μέρα λοιπόν μου έμενε αρκετό χαρτζιλίκι για να πάω στο Λούνα Παρκ. Μου άρεσε να πηγαίνω και στο τσίρκο, να βλέπω τις όμορφες ακροβάτισσες και τις φιγούρες τους.
Πότε-πότε έφερναν και κανέναν ελέφαντα, καμιά τίγρη σε κλουβί και μπορούσαμε κι εμείς να δούμε από κοντά τον εξωτικό αυτόν κόσμο. Όμως στις μεγάλες γιορτές όχι. Βρισκόμασταν σε εγρήγορση γιατί έπρεπε να βρούμε παπάγια, ούτε ξέρω πού, ψάχναμε παντού μέχρι κάτω στο ποτάμι, γιατί εκείνες τις μέρες οι arañas είχαν μεγάλη ζήτηση. Επιπλέον, δεν είχαμε και ανταγωνισμό γιατί το μοναδικό σπίτι που έφτιαχνε arañas σε αυτό το χωριό ήταν το σπίτι της Ρόσα Ινές Τσάβες. Ε, ναι, λοιπόν, ήμαστε μονοπώλιο.